- λαίλαπος
- λαί̱λαπος , λαῖλαψfurious stormfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вихъръ — ВИХЪР|Ъ (18*), А с. Вихрь, смерч: вси нижнии ||=вихри оумълчите... и вси стоудении ветри оустроитесѩ ПрЛ XIII, 118а б; въ •оа҃• ча(с) ночи загорѣсѩ на варѩжьскоi оулици. i... въздвижесѩ боурѩ с вихромъ. i тако бы(с) силенъ огнь вборзѣ. ЛН XIII… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek